φρατρία ή φατρία

φρατρία ή φατρία
Σύνδεσμος γενών που κατάγονται από τον ίδιο γενάρχη και, γενικότερα, λαός που έχει κοινή καταγωγή. Στους ιστορικούς χρόνους η φ. ήταν πολιτικοκοινωνική διαίρεση του λαού. Στην αρχαία ελληνική πολιτεία, και κυρίως στις κοινωνίες των Ιώνων και των Δωριέων, η φ. ήταν υποδιαίρεση της φυλής. Ο Θησέας είχε διαιρέσει τους πολίτες της Αττικής σε 360 γένη και αυτά σε 12 φ., που ανήκαν σε 4 φυλές. Όταν οι Ίωνες κυριάρχησαν στην Αττική, τους ενέταξαν και αυτούς στις φ. Ο σκοπός της φ. ήταν αρχικά θρησκευτικός, τα μέλη τους δηλαδή λάτρευαν τον ίδιο θεό, σε τελετές που είχαν το ίδιο τυπικό. Αρχηγός της φ. ήταν ένας άρχοντας, ο οποίος εκλεγόταν κάθε χρόνο και ονομαζόταν φρατρίαρχος. Φρόντιζε για τα κοινά συμφέροντα της φ., πραγματοποιούσε τις εγγραφές των νέων μελών (τους φράτερες) και συγκαλούσε τα μέλη της φ. στο φράτριο. Με την πάροδο του χρόνου οι φ. απέκτησαν, εκτός από τον θρησκευτικό, και πολιτικό χαρακτήρα, εφόσον πολιτικά δικαιώματα είχαν μόνο όσοι είχαν γραφτεί στις φ. Στην Αθήνα όμως, μετά τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη, οι φ. παρήκμασαν για πολλούς λόγους και κυρίως επειδή οι Αθηναίοι, για να έχουν πολιτικά δικαιώματα, έπρεπε να εγγράφονται στους δήμους που δημιουργήθηκαν τότε. Οι φ. είχαν ειδικά καταστατικά, από τα οποία σώθηκε αυτό των Δημοτιωνιδών της Δεκέλειας. Στη Σπάρτη υπήρχαν 3 φυλές κατανεμημένες σε 27 φ. Στις κρητικές πόλεις οι πολίτες κατατάσσονταν σε ομάδες γενών (τύπου φ.), που ονομάζονταν εταιρείες, ο προστάτης τους όμως θεός λεγόταν Φράτριος Ζευς. Φ. υπήρχαν και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως στην Κόρινθο, στην Αίγινα, στη Θήβα και στη Θεσσαλία. Οι Δωριείς τη φ. την ονόμαζαν πάτραν (πατρία).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φατρία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. φρατρία, και ιων. τ. φρητρία, και φητρία, Α νεοελλ. ομάδα ανθρώπων, στους κόλπους μεγαλύτερης ομάδας, ιδίως πολιτικής, από την οποία αποχωρίζονται για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα νεοελλ. μσν. στον πληθ. οι φατρίες …   Dictionary of Greek

  • φρατρία — ἡ, Α (αττ. τ.) βλ. φατρία …   Dictionary of Greek

  • φράτρα — και φάτρα και ιων. τ. φρήτρη και φήτρη και δωρ. τ. πάτρα, ἡ, Α 1. (με πολιτική σημ.) αδελφότητα 2. (κατά τους ηρωικούς χρόνους) γένος, φυλή («κρῖν ἄνδρας... κατὰ φρήτρας, ὡς φρήτρη φρήτρῃφιν ἀρήγῃ», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τους ιστορικούς χρόνους)… …   Dictionary of Greek

  • φατριάζω — ΝΜΑ, και φρατριάζω ΜΑ [φατρία / φρατρία] νεοελλ. 1. ενεργώ ως φατριαστής, δρω για τα συμφέροντα τής φατρίας στην οποία ανήκω 2. δρω υπέρ τού κόμματος στο οποίο ανήκω υπερβαίνοντας τα όρια τής νομιμότητας και τής ευπρέπειας μσν. αρχ. συνωμοτώ αρχ …   Dictionary of Greek

  • κροκόδειλος — και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος) σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλια αρχ. διάφορα είδη σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό διλος πιθ …   Dictionary of Greek

  • φρητία — (I) ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «στόμα φρέατος». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρεατία, με συναίρεση τών εα ]. (II) ἡ, Α φρατρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρᾱτ < θ. φρατρ της λ. φράτηρ* (βλ. και λ. φατρία, φράτρα) με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου ρ ] …   Dictionary of Greek

  • ՋՈԿ — (ոյ, ոց, կամ ի, ից.) NBH 2 0675 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. συνουσία coetus χορός chorus ἁγέλη grex ἑσμός examen, copia, multitudo φατρία, φρατρία curia, sodalitas, conventus,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ανομοίωση — η (γραμμ.), η αντικατάσταση του ενός από δύο αλλεπάλληλους όμοιους φθόγγους με άλλο συγγενικό ή η παράλειψή του, π.χ. «γλήγορα» αντί «γρήγορα», «φατρία» αντί «φρατρία» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”